- ακηρασία
- ἀκηρασία, η (Α) [ἀκήρατος]αγνότητα, καθαρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκηρασίης — ἀκηρασία purity fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρασίῃ — ἀκηρασία purity fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακηράσιος — ἀκηράσιος, ον (Α) 1. άθικτος, αμιγής, καθαρός 2. ανόθευτος, μη αναμιγμένος με κάτι άλλο «ἀκηράσιος οἶνος» 3. δροσερός, νεανικός 4. απάτητος (για λειμώνες). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο και μαζί παράλληλος επικός τ. της λ. ἀκήρατος: ἀκήρατος > *ἀκηράτ ιος … Dictionary of Greek